set off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | set off |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets off |
αόριστος | set off |
παθητική μετοχή | set off |
ενεργητική μετοχή | setting off |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
set off (en)