off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

off (en)

  1. μακριά
  2. εκτός λειτουργίας

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

off < (άμεσο δάνειο) αγγλική off

Επίθετο[επεξεργασία]

off (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (στη ραδιοφωνία ή την τηλεόραση) κρυφός, που δεν ακούγεται ή λέγεται δημόσια
  2. (λέγεται για) κάτι που ακούγεται χωρίς να φαίνεται αυτός που το λέει

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]