off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
off (en)
- μακριά
- εκτός λειτουργίας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- off < (άμεσο δάνειο) αγγλική off
Επίθετο[επεξεργασία]
off (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (στη ραδιοφωνία ή την τηλεόραση) κρυφός, που δεν ακούγεται ή λέγεται δημόσια
- (λέγεται για) κάτι που ακούγεται χωρίς να φαίνεται αυτός που το λέει