off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

off (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μακριά
  2. εκτός λειτουργίας
  3. έξω, που δεν είναι σωστό ή ακριβές, είναι λάθος
    You aren’t far off.
    Δεν έχεις πέσει πολύ έξω.
     συνώνυμα: out

Πρόθεση[επεξεργασία]

off (en)

  1. σε, κάτω ή μακριά από ένα μέρος ή σε απόσταση στο χώρο ή στο χρόνο
    He lost control of the car and fell off the cliff.
    Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε στον γκρεμό.
  2. από, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι έχει αφαιρεθεί
    I am taking a door off its hinges.
    Βγάζω μια πόρτα από τους μεντεσέδες του.
  3. (off in/off by) έξω, που δεν είναι σωστό ή ακριβές, είναι λάθος
    I was off in my calculations.
    Έπεσα έξω στους υπολογισμούς μου.
     συνώνυμα: out

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

off < (άμεσο δάνειο) αγγλική off

Επίθετο[επεξεργασία]

off (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (στη ραδιοφωνία ή την τηλεόραση) κρυφός, που δεν ακούγεται ή λέγεται δημόσια
  2. (λέγεται για) κάτι που ακούγεται χωρίς να φαίνεται αυτός που το λέει

Συγγενικά[επεξεργασία]