off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
off (en) (χωρίς παραθετικά)
- μακριά
- εκτός λειτουργίας
- έξω, που δεν είναι σωστό ή ακριβές, είναι λάθος
Πρόθεση[επεξεργασία]
off (en)
- σε, κάτω ή μακριά από ένα μέρος ή σε απόσταση στο χώρο ή στο χρόνο
- ↪ He lost control of the car and fell off the cliff.
- Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε στον γκρεμό.
- ↪ He lost control of the car and fell off the cliff.
- από, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι έχει αφαιρεθεί
- ↪ I am taking a door off its hinges.
- Βγάζω μια πόρτα από τους μεντεσέδες του.
- ↪ I am taking a door off its hinges.
- (off in/off by) έξω, που δεν είναι σωστό ή ακριβές, είναι λάθος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- off (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- off (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- off (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- off (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- off (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- off < (άμεσο δάνειο) αγγλική off
Επίθετο[επεξεργασία]
off (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (στη ραδιοφωνία ή την τηλεόραση) κρυφός, που δεν ακούγεται ή λέγεται δημόσια
- (λέγεται για) κάτι που ακούγεται χωρίς να φαίνεται αυτός που το λέει