off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]off (en) (χωρίς παραθετικά)
- κλειστός, που δεν λειτουργεί
- ↪ Before you go, make sure all the lights are off.
- Πριν φύγεις σιγουρέψου ότι όλα τα φώτα είναι κλειστά.
- ↪ The radio is off.
- Το ράδιο είναι κλειστό.
- ↪ Before you go, make sure all the lights are off.
- μακριά από ένα μέρος· σε απόσταση στο χώρο ή στο χρόνο
- ↪ Easter/London is not far off.
- Το Πάσχα/Το Λονδίνο δεν είναι μακριά.
- ↪ Vacation is not very far off.
- Οι διακοπές δεν απέχουν πολύ.
- ↪ The city is five miles off.
- Η πόλη απέχει πέντε μίλια.
- ↪ It’s a ways off.
- Απέχει πολύ.
- ↪ He is off to New York.
- Έχει πάει στη Νέα Γόρκη.
- ↪ Off we go!
- Φύγαμε/Πάμε!
- ↪ Easter/London is not far off.
- έξω, που δεν είναι σωστό ή ακριβές, είναι λάθος
Πρόθεση
[επεξεργασία]off (en)
- σε, κάτω ή μακριά από ένα μέρος ή σε απόσταση στο χώρο ή στο χρόνο
- ↪ He lost control of the car and fell off the cliff.
- Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε στον γκρεμό.
- ↪ He lost control of the car and fell off the cliff.
- από, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι έχει αφαιρεθεί
- ↪ I am taking a door off its hinges.
- Βγάζω μια πόρτα από τους μεντεσέδες του.
- ↪ I am taking a door off its hinges.
- (off in/off by) έξω, που δεν είναι σωστό ή ακριβές, είναι λάθος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- off (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- off (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- off (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- off (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- off (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- off < (άμεσο δάνειο) αγγλική off
Επίθετο
[επεξεργασία]off (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (στη ραδιοφωνία ή την τηλεόραση) κρυφός, που δεν ακούγεται ή λέγεται δημόσια
- (λέγεται για) κάτι που ακούγεται χωρίς να φαίνεται αυτός που το λέει