ενεργοποιώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεργοποιώ
- θέτω σε ενέργεια πρόσωπα ή υπηρεσίες,
- θέτω σε λειτουργία μηχανές ή συσκευές
- καθιστώ ενεργή μια δυνατότητα ή μια διαδικασία