Μετάβαση στο περιεχόμενο

ενεργοποιώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενεργοποιώ < ενεργός + ποιώ

ενεργοποιώ

  1. θέτω σε ενέργεια πρόσωπα ή υπηρεσίες,
  2. θέτω σε λειτουργία μηχανές ή συσκευές
  3. καθιστώ ενεργή μια δυνατότητα ή μια διαδικασία

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]