activate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | activate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | activates |
αόριστος | activated |
παθητική μετοχή | activated |
ενεργητική μετοχή | activating |
Ρήμα
[επεξεργασία]activate (en)