inactivate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας inactivate
γ΄ ενικό ενεστώτα inactivates
αόριστος inactivated
παθητική μετοχή inactivated
ενεργητική μετοχή inactivating

inactivate (en)

  • απενεργοποιώ
    The pilot of the aircraft inactivated the autopilot
    Ο κυβερνήτης του αεροσκάφους απενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]