disable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | disable |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disables |
αόριστος | disabled |
παθητική μετοχή | disabled |
ενεργητική μετοχή | disabling |
disable (en)
- καθιστώ κάποιον ανάπηρο
- απενεργοποιώ, τίθεται κάτι εκτός λειτουργίας
- ⮡ The pilot of the aircraft disabled the autopilot
- Ο κυβερνήτης του αεροσκάφους απενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο
- ⮡ The telephone device has been temporarily disabled.
- Η τηλεφωνική συσκευή έχει τεθεί προσωρινά εκτός λειτουργίας.
- ≈ συνώνυμα: deactivate και inactivate
- ≠ αντώνυμα: enable
- ⮡ The pilot of the aircraft disabled the autopilot