disable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας disable
γ΄ ενικό ενεστώτα disables
αόριστος disabled
παθητική μετοχή disabled
ενεργητική μετοχή disabling

disable (en)

  1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο
  2. απενεργοποιώ, τίθεται κάτι εκτός λειτουργίας
    ⮡  The pilot of the aircraft disabled the autopilot
    Ο κυβερνήτης του αεροσκάφους απενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο
    ⮡  The telephone device has been temporarily disabled.
    Η τηλεφωνική συσκευή έχει τεθεί προσωρινά εκτός λειτουργίας.
     συνώνυμα:  deactivate και inactivate
     αντώνυμα: enable

Συγγενικά

[επεξεργασία]