act
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
act | acts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
act (en)
- η ενέργεια, η πράξη
- η πράξη (το κείμενο μιας απόφασης)
- η πράξη (τμήμα θεατρικού έργου)
- η πράξη νομοθετικού περιεχομένου, το θέσπισμα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | act |
γ΄ ενικό ενεστώτα | acts |
αόριστος | acted |
παθητική μετοχή | acted |
ενεργητική μετοχή | acting |
act (en)
- δρω, ενεργώ
- συμπεριφέρομαι
- παίζω ένα ρόλο
- υποκρίνομαι
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
act (ro)