actor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
actor (en) αρσενικό, actress (en) θηλυκό
- ηθοποιός
- αυτός που δρα σε μια κατάσταση
Ισπανικά (es) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
actor (es) αρσενικό, actriz (es)
Ρουμανικά (ro) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
actor (ro) αρσενικό