ηθοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ηθοποιός | οι | ηθοποιοί |
γενική | του | ηθοποιού | των | ηθοποιών |
αιτιατική | τον | ηθοποιό | τους | ηθοποιούς |
κλητική | ηθοποιέ | ηθοποιοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηθοποιός < από το ήθος και το ποιώ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηθοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- καλλιτέχνης του οποίου το επάγγελμα είναι να παίζει ρόλους στο θέατρο, στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηθοποιός
|