acteur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]acteur (fr) /ak.tœʁ/ αρσενικό, actrice /ak.tris/ θηλυκό (πληθυντικός acteurs, actrices)
acteur (fr) /ak.tœʁ/ αρσενικό, actrice /ak.tris/ θηλυκό (πληθυντικός acteurs, actrices)