acting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

acting (en)

  • που ενεργεί σε μια θέση, ασκεί καθήκοντα ή εξουσία, έκτακτα, προσωρινά, αναπληρώνοντας ή υποκαθιστώντας κάποιο άλλο πρόσωπο όταν συνήθως χηρεύει μια θέση, παραιτείται ή εκπίπτει κάποιος από ένα αξίωμα κ.τ.λ.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

acting (en)

      ενικός         πληθυντικός  
acting actings
  1. υποκρισία
  2. υποκριτική
  3. (παρωχημένο) πράξη, ενέργεια
     συνώνυμα: action, deed

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

acting (en)