acting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
acting (en)
- που ενεργεί σε μια θέση, ασκεί καθήκοντα ή εξουσία, έκτακτα, προσωρινά, αναπληρώνοντας ή υποκαθιστώντας κάποιο άλλο πρόσωπο όταν συνήθως χηρεύει μια θέση, παραιτείται ή εκπίπτει κάποιος από ένα αξίωμα κ.τ.λ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
acting (en)
ενικός | πληθυντικός |
acting | actings |
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
acting (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του act