πεθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεθαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πεθαίνω < ἀπεθαίνω < αρχαία ελληνική ἀπέθανον, αόριστος του ἀποθνῄσκω[1] < ἀπό + θνῄσκω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /peˈθe.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

πεθαίνω, πρτ.: πέθαινα, αόρ.: πέθανα, μτχ.π.π.: πεθαμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φεύγω από τη ζωή, σταματάνε όλες οι σωματικές λειτουργίες μου που χρειάζονται για τη στήριξη της ζωής
    ο ηθοποιός πέθανε από καρδιακή προσβολή
     αντώνυμα: ζω
  2. σταματάει η ύπαρξή μου
    δεν ξέρουμε πόσες ανθρώπινες γλώσσες πεθαίνουν κάθε χρόνο
  3. θέλω κάτι ή κάποιον πάρα πολύ, έχω έντονη επιθυμία
    η κοπέλα πεθαίνει για σένα, φαίνεται στα μάτια της πως σε αγαπά
  4. νιώθω μία δυσάρεστη αίσθηση που δύσκολα την αντέχω
    πριν την εγχείρηση πέθαινε από τον πόνο στο πόδι της, αλλά τώρα είναι μια χαρά

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]