αποθαμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αποθαμός | οι | αποθαμοί |
γενική | του | αποθαμού | των | αποθαμών |
αιτιατική | τον | αποθαμό | τους | αποθαμούς |
κλητική | αποθαμέ | αποθαμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποθαμός < μεσαιωνική ελληνική αποθαμός < αποθαίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποθαμός αρσενικό
- (λογοτεχνικό) ο θάνατος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποθαμός
|