πεθαμενατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεθαμενατζής αρσενικό
- (οικείο, επάγγελμα) ιδιοκτήτης ή υπάλληλος γραφείου κηδειών
- (οικείο, επάγγελμα) νεκροθάφτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεθαμενατζής
|