quit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
quit (en)
- διακόπτω μια συνήθεια
- (πληροφορική) εξέρχομαι από πρόγραμμα, κλείνω το πρόγραμμα