partner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
partner | partners |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]partner (en)
- ο συνεργάτης, η συνεργάτρια, ο καβαλιέρος, η ντάμα, ένα άτομο με το οποίο κάνω μια δραστηριότητα ή συνεργάζομαι
- ↪ He became a close friend and partner in all of his national and political struggles.
- Υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης σε όλους τους εθνικούς και πολιτικούς αγώνες του.
- ↪ The perpetrator didn’t reveal his partners.
- Ο δράστης δεν αποκάλυψε τους συνεργάτες του.
- ↪ partners in crime - συνένοχοι σε έγκλημα
- ↪ the partner’s steps in the tango - τα βήματα του καβαλιέρου στο ταγκό
- ↪ All the girls want him as their dance partner.
- Όλες οι κοπέλες τον θέλουν για καβαλιέρο.
- ↪ All the men switched their partners for the next dance.
- Οι καβαλιέροι άλλαξαν τις ντάμες τους για τον επόμενο χορό.
- ↪ He became a close friend and partner in all of his national and political struggles.
- ο/η σύζυγος, ο/η σύντροφος, ένα άτομο με το οποίο είμαι παντρεμένος ή έχω σεξουαλική σχέση
- ↪ his lawfully-wedded partner - η νόμιμη σύζυγός του
- ↪ her sexual partner - ο ερωτικός της σύντροφος
- ↪ He stood by her as a loyal partner in all the difficult times.
- Της στάθηκε πιστός σύντροφος σε όλες τις δύσκολες στιγμές.
- ↪ He lost his life partner.
- Έχασε τη σύντροφο της ζωής του.
- ο/η συνέταιρος, ο/η εταίρος, ένας από τους ανθρώπους που έχει μια επιχείρηση και μοιράζεται τα κέρδη κτλ.
- ↪ a partner in a small business - συνέταιρος σε μια μικρή επιχείρηση
- ↪ general partner - ομόρρυθμος εταίρος
- ο συνεργάτης, η συνεργάτρια, συνεργαζόμενος, μια χώρα ή ένας οργανισμός που έχει μια συμφωνία με μια άλλη χώρα ή οργανισμό
- ↪ a scientific partner at the University - επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο
- ↪ partner organizations/companies - συνεργαζόμενες οργανώσεις/εταιρείες
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- partner (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- partner (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 624. ISBN 9780194325684., λήμμα: ομόρρυθμος