partnership
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
partnership | partnerships |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]partnership (en)
- η συνεργασία, η σύμπραξη, ο συνεταιρισμός
ενικός | πληθυντικός |
partnership | partnerships |
partnership (en)