Μετάβαση στο περιεχόμενο

συνεργασία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεργασία οι συνεργασίες
      γενική της συνεργασίας των συνεργασιών
    αιτιατική τη συνεργασία τις συνεργασίες
     κλητική συνεργασία συνεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πύργος Καταλανών (Castell), αποτέλεσμα συνεργασίας ανθρώπων, οι οποίοι δούλεψαν μαζί για έναν κοινό στόχο.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνεργασία λείπει η ετυμολογία [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνεργασία θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνεργασί αἱ συνεργασίαι
      γενική τῆς συνεργασίᾱς τῶν συνεργασιῶν
      δοτική τῇ συνεργασί ταῖς συνεργασίαις
    αιτιατική τὴν συνεργασίᾱν τὰς συνεργασίᾱς
     κλητική ! συνεργασί συνεργασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνεργασί
γεν-δοτ τοῖν  συνεργασίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά