collaboration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
collaboration (en)
- συνεργασία
- σύμπραξη με τον κατακτητή, δωσιλογισμός
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
collaboration (fr)
- η συνεργασία, η συμπαράταξη, η σύμπραξη
- η συνεργασία προδοτικής φύσης με τον κατακτητή, ο δωσιλογισμός