συνεργάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεργάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνεργάτης (βοηθός) (< συνεργάζομαι) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική coopérateur.[1] Μορφολογικά, δείτε συν- + εργάτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.neɾˈɣa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νερ‐γά‐της
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ερ‐γά‐της
- ομόηχο: συνεργάτις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνεργάτης αρσενικό (θηλυκό συνεργάτρια, συνεργάτιδα ή συνεργάτις)
- που εργάζεται μαζί με κάποιον άλλο ή άλλους
- που συνεργάζεται
- (κακόσημο) συνεργός
- ↪ Στην Κατοχή, ήταν συνεργάτης των Γερμανών.
[επεξεργασία]
- συνεργατικός
- συνεργατισμός
- → και δείτε τη λέξη συνεργάζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που εργάζεται μαζί με άλλους
(κακόσημο)
|
[επεξεργασία]
- ↑ συνεργάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σῠνεργᾰτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | συνεργάτης | οἱ | συνεργάται | |
γενική | τοῦ | συνεργάτου | τῶν | συνεργατῶν | |
δοτική | τῷ | συνεργάτῃ | τοῖς | συνεργάταις | |
αιτιατική | τὸν | συνεργάτην | τοὺς | συνεργάτᾱς | |
κλητική ὦ! | συνεργάτᾰ | συνεργάται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνεργάτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | συνεργάταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνεργάτης αρσενικό (θηλυκό συνεργάτις)
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις συνεργάζομαι και ἐργάτης
[επεξεργασία]
- ↑ συνεργάζομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- συνεργάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνεργάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κακόσημες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -της (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)