μερίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μερίδα | οι | μερίδες |
γενική | της | μερίδας | των | μερίδων |
αιτιατική | τη | μερίδα | τις | μερίδες |
κλητική | μερίδα | μερίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μερίδα < αρχαία ελληνική μερίς <μέρος> μερίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μερίδα θηλυκό (πληθυντικός μερίδες)
- τμήμα ενός συνόλου
- μια μερίδα των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος δεν θεωρεί σωστά τα μέτρα
- ποσότητα από το σύνολο ενός φαγώσιμου που αναλογεί σε κάθε άτομο ενός συνόλου
- χώρισα την τούρτα σε τόσες μερίδες όσες και οι καλεσμένοι αλλά βγαίνουν μικρές
- (ειδικότερα) η συγκεκριμένη ποσότητα του κάθε φαγώσιμου που σερβίρεται στα καταστήματα σαν μονάδα
- πάντα παραγγέλνω μια μερίδα φέτα ξεχωριστά από τη σαλάτα
- στο καινούριο εστιατόριο χρεώνουν τη μερίδα πιο ακριβά ενώ είναι μικρότερη απ' του κυρ Κώστα
- (λογιστική) ο λογιστικός λογαριασμός που σχετίζεται με έναν συναλλασσόμενο ή ένα εμπόρευμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- οικογενειακή μερίδα
- μερίδα εστιατορίου: ειρωνική έκφραση για μικρή μερίδα φαγητού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- μερίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)