porcja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | porcja | porcje |
γενική | porcji | porcji(/porcyj) |
δοτική | porcji | porcjom |
αιτιατική | porcję | porcje |
οργανική | porcją | porcjami |
τοπική | porcji | porcjach |
κλητική | porcjo | porcje |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
porcja (pl) θηλυκό