racja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | racja | racje |
γενική | racji | racji(/racyj) |
δοτική | racji | racjom |
αιτιατική | rację | racje |
οργανική | racją | racjami |
τοπική | racji | racjach |
κλητική | racjo | racje |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]racja (pl) θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Επιφώνημα
[επεξεργασία]racja (pl)