δίκιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίκιο τα δίκια
      γενική του δίκιου των δίκιων
    αιτιατική το δίκιο τα δίκια
     κλητική δίκιο δίκια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίκιο < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική δίκαιον με συνίζηση στην κατάληξη.[1] Συγκρίνετε με το ουσιαστικό δίκαιο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈði.co/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐κιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δίκιο ουδέτερο

  1. αυτό που είναι αληθές ή ορθό, που συμφωνεί με την πραγματικότητα
    έχω δίκιο, δίκιο έχεις
    Η επιστημονική εξέλιξη απέδειξε ότι ο Γαλιλαίος είχε δίκιο σε αυτά που υποστήριζε.
  2. αυτό που είναι σύμφωνο με τις αρχές της ηθικής και της δικαιοσύνης
    Αγωνίζομαι να βρω το δίκιο μου, τα δίκαιά μου.
    Μη θυμώνεις μαζί του, έχει κι αυτός τα δίκια του.

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]