δίκαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίκαιο | τα | δίκαια |
γενική | του | δικαίου & δίκαιου |
των | δικαίων |
αιτιατική | το | δίκαιο | τα | δίκαια |
κλητική | δίκαιο | δίκαια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίκαιο < αρχαία ελληνική δίκαιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίκαιο ουδέτερο
- αυτό που είναι σύμφωνο με τις αρχές της ηθικής και της δικαιοσύνης
- το κοινό περί δικαίου αίσθημα
- (παρωχημένο) το δίκιο
- έχεις δίκιο
- σύνολο κανόνων γραπτών (νομοθεσία) ή άγραφων που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή, τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και κράτους κλπ.
- το ρωμαϊκό δίκαιο, το εθιμικό δίκαιο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- σου δίνω δίκαιο = παραδέχομαι ότι έχεις δίκαιο
- χάνω το δίκιο μου = αδικούμαι