δίκαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði.ce.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐και‐ο
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίκαιο | τα | δίκαια |
γενική | του | δικαίου & δίκαιου |
των | δικαίων |
αιτιατική | το | δίκαιο | τα | δίκαια |
κλητική | δίκαιο | δίκαια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- δίκαιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίκαιον < δίκαιος. Συγκρίνετε με τη λέξη δίκιο.[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίκαιο ουδέτερο
- αυτό που είναι σύμφωνο με τις αρχές της ηθικής και της δικαιοσύνης
- ↪ το κοινό περί δικαίου αίσθημα
- σύνολο κανόνων γραπτών (νομοθεσία) ή άγραφων που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή, τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και κράτους κλπ.
- ↪ το ρωμαϊκό δίκαιο, το εθιμικό δίκαιο, αστικό δίκαιο, ποινικό δίκαιο, διεθνές δίκαιο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είναι δίκαιο να …
- το δίκαιο του ισχυροτέρου
[επεξεργασία]
- δίκιο
- σου δίνω δίκιο παραδέχομαι ότι έχεις δίκιο
- χάνω το δίκιο μου αδικούμαι
→ και δείτε τη λέξη δίκαιος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- δίκαιο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δίκαιο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δίκαιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δίκαιος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- παλιότερος τύπος: δίκαιον
[επεξεργασία]
- ↑ δίκαιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)