δικαιοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δικαιοσύνη | οι | δικαιοσύνες |
γενική | της | δικαιοσύνης | των | (δικαιοσυνών) |
αιτιατική | τη | δικαιοσύνη | τις | δικαιοσύνες |
κλητική | δικαιοσύνη | δικαιοσύνες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικαιοσύνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δικαιοσύνη < δίκαιος, θέμα δικαιο- + -σύνη < δίκη. Συγχρονικά αναλύεται σε δίκαι(ος) + -οσύνη.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.ce.oˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐και‐ο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικαιοσύνη θηλυκό
- η αντικειμενική κι αμερόληπτη εφαρμογή και τήρηση των νόμων
- το σύστημα νόμων με το οποίο ένα κράτος και οι ανάλογοι θεσμοί και λειτουργοί εφαρμόζουν το Δίκαιο
- η κοινή αντίληψη για το δίκαιο, αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν δίκαιο
- το να απονέμεται στον καθένα αυτό που του αξίζει
- η απουσία ανισοτήτων και αδικίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικαιοσύνη
Πηγές[επεξεργασία]
- δικαιοσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δῐκαιοσῠνα- | |||||
ονομαστική | ἡ | δικαιοσύνη | αἱ | δικαιοσύναι | |
γενική | τῆς | δικαιοσύνης | τῶν | δικαιοσυνῶν | |
δοτική | τῇ | δικαιοσύνῃ | ταῖς | δικαιοσύναις | |
αιτιατική | τὴν | δικαιοσύνην | τὰς | δικαιοσύνᾱς | |
κλητική ὦ! | δικαιοσύνη | δικαιοσύναι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δικαιοσύνᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δικαιοσύναιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικαιοσύνη θηλυκό
- αυτό που είναι δίκαιο, η δικαιοσύνη
- (ελληνιστική σημασία) η απονομή δικαιοσύνης, όπως από έναν δικαστή
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- δικαιοσύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δικαιοσύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οσύνη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σύνη (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)