justice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
justice (en)
- (μη μετρήσιμο) η δικαιοσύνη, η δίκαιη μεταχείριση των ανθρώπων
- ↪ Justice always comes sooner or later.
- Η δικαιοσύνη πάντα έρχεται αργά ή γρήγορα.
- ↪ Justice always comes sooner or later.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
justice (fr)