repris de justice
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| repris de justice | repris de justice |
repris de justice (fr) αρσενικό
- αυτός που είναι υπόδικος για κάτι, ενώ έχει ήδη καταδικαστεί στο παρελθόν