παρελθόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρελθόν < αρχαία ελληνική παρελθόν, ουδέτερο του παρελθών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος πάρειμι / παρέρχομαι < παρά + εἶμι / ἔρχομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρελθόν ουδέτερο
- το χρονικό διάστημα πριν από αυτή τη στιγμή, ο χρόνος που πέρασε, σε αντιδιαστολή με το παρόν και το μέλλον
- Aυτό που με τρομάζει για το παρελθόν είναι ότι όσο ο καιρός προχωρά, τόσο αυτό πάει όλο και πιο πίσω και για το μέλλον ότι όλο και πιο πολύ με πλησιάζει.
- ό,τι είναι χρονικά περασμένο, τα γεγονότα που συνέβησαν σε περασμένους καιρούς, η περασμένη ζωή ατόμων, ομάδων, λαών, η ιστορία τους
- ένδοξο παρελθόν
- βεβαρυμένος προηγούμενος βίος
- η γυναίκα που πήρες έχει παρελθόν