past
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
past (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
past (en)
Πρόθεση[επεξεργασία]
past (en)
- μετά από ένα χρονικό σημείο
- five past ten, it's past noon
- δίπλα από, από την άλλη πλευρά
- the building past the road
Επίρρημα[επεξεργασία]
past (en)
- (μετά από ρήμα κίνησης) από δίπλα
- A whole month went past
Σλοβενικά (sl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
past (sl)
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
past (cs) θηλυκό
- η παγίδα