past
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | past |
συγκριτικός | more past |
υπερθετικός | most past |
past (en)
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | past |
συγκριτικός | more past |
υπερθετικός | most past |
past (en)
- (μετά από ρήμα κίνησης) περνάω, από δίπλα
- ↪ I run/lurch/limp past.
- Περνώ τρέχοντας/τρεκλίζοντας/κουτσαίνοντας.
- ↪ a whole month went past - πέρασε ένας ολόκληρος μήνας
- ↪ I run/lurch/limp past.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
past (en)
- το παρελθόν
- (γραμματική) ο αόριστος
Πρόθεση[επεξεργασία]
past (en)
- μετά από ένα χρονικό σημείο, περνάω
- ↪ five past ten - δέκα και πέντε (η ώρα)
- ↪ It is past midnight.
- Πέρασαν τα μεσάνυχτα.
- δίπλα από, από την άλλη πλευρά
- ↪ the building past the road - → λείπει η μετάφραση
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ
Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
past (sl)
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
past (cs) θηλυκό
- η παγίδα