past

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός past
συγκριτικός more past
υπερθετικός most past

past (en)

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός past
συγκριτικός more past
υπερθετικός most past

past (en)

  • (μετά από ρήμα κίνησης) περνάω, από δίπλα
    I run/lurch/limp past.
    Περνώ τρέχοντας/τρεκλίζοντας/κουτσαίνοντας.
    a whole month went past - πέρασε ένας ολόκληρος μήνας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

past (en)

  1. (μόνο ενικός, the past) το παρελθόν, τα περασμένα, το χρονικό διάστημα πριν από αυτή τη στιγμή, ο χρόνος που πέρασε
    I remember the past nostalgically.
    Θυμάμαι νοσταλγικά τα περασμένα.
  2. (γραμματική) ο αόριστος

Πρόθεση[επεξεργασία]

past (en)

  • μετά από ένα χρονικό σημείο, περνάω
    five past ten - δέκα και πέντε (η ώρα)
    It is past midnight.
    Πέρασαν τα μεσάνυχτα.
  • δίπλα από, από την άλλη πλευρά
    the building past the road - λείπει η μετάφραση

Πηγές[επεξεργασία]



Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

past (sl)



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

past (cs) θηλυκό