παρελθοντολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρελθοντολογώ < παρελθόν + λέγω

παρελθοντολογώ

  1. μιλώ σχετικά με το παρελθόν
  2. αναφέρομαι νοσταλγικά στο παρελθόν

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]