right

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός right
συγκριτικός righter / more right
υπερθετικός rightest / rightmost

right (en)

  1. σωστός, ορθός, ακριβής, ως γεγονός
    the right time - η σωστή ώρα
    the right answer - η σωστή/ορθή απάντηση
    right information - ακριβείς πληροφορίες
     συνώνυμα: correct
  2. (όχι πριν από το ουσιαστικό) έχω δίκιο κατά τη γνώμη ή την κρίση μου
    Am I right or wrong?
    Έχω δίκιο ή άδικο;
    You are right.
    Έχεις δίκιο.
  3. σωστός, ορθός, κατάλληλος, για μια συγκεκριμένη κατάσταση ή πράγμα, ή για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο
    the right tool for this job - το σωστό εργαλείο για αυτή τη δουλειά
    Do what you think is right.
    Κάνε ό,τι νομίζεις σωστό.
    the right attitude/behavior - η ορθή στάση/συμπεριφορά
    It was the right decision.
    Ήταν η ορθή απόφαση.
    I am the right person for this job.
    Είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για αυτή τη δουλειά.
  4. σωστός, ορθός, το σωστό, ηθικά καλό ή αποδεκτό, σύμφωνα με το νόμο ή το καθήκον ενός προσώπου
    It is not right to tell lies.
    Δεν είναι σωστό να λες ψέματα.
    I thought it was right to let you know.
    Το θώρησα ορθό να σας ειδοποιήσω.
    He knows what is right but…
    Ξέρει το σωστό αλλά…
    It is only right that he pays.
    Το σωστό είναι να πληρώσει.
     συνώνυμα:  proper, appropriate και acceptable
  5. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) δεξιός
    the right side - η δεξιά πλευρά
    my right eye/arm - το δεξί μου μάτι/χέρι
     αντώνυμα: left
  6. (γεωμετρία) ορθός
    right angle - ορθή γωνία

Παράγωγα[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

right (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. δεξιά
    turn right - στρίψτε δεξιά
     αντώνυμα: left
  2. ακριβώς
    right in front of you - ακριβώς μπροστά σου
    right here - ακριβώς εδώ
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exactly
  3. εντελώς
    He went right up to the edge of the cliff.
    Πήγε εντελώς στην άκρη του βράχου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
  4. αμέσως
    Right as I said it…
    Αμέσως μόλις το είπα…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
  5. σωστά
    I didn’t get it right.
    Δεν κατάλαβες σωστά.
    He did it right.
    Το έκανε σωστά.
    If I am remembering/If I guessed right
    Αν θυμάμαι/Αν μάντεψα σωστά
    Either do it right or not at all.
    Ή να το κάνεις σωστά ή να μην το κάνεις καθόλου.
     συνώνυμα: correctly

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
right rights

right (en)

  1. (μόνο στον ενικό) τα δεξιά, δεξιά, η δεξιά πλευρά ή κατεύθυνση
    on our right - στα δεξιά μας
    to our right - προς τα δεξιά μας
    keep to the right - κινούμαι δεξιά
  2. (μόνο στον ενικό) δεξιά, η στροφή προς τα δεξιά
    I am turning to the right.
    Στρίβω δεξιά.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το δικαίωμα, ηθική ή νομική αξίωση να έχεις ή να αποκτήσεις κάτι ή να συμπεριφέρεσαι με συγκεκριμένο τρόπο
    the rights of women/minorities - τα δικαιώματα της γυναίκας/των μειονοτήτων
    civil rights - αστικά/πολιτικά δικαιώματα
    right of way - δικαίωμα διόδου
    I have a right to know.
    Έχω δικαίωμα να ξέρω.
    He had no right to shoot.
    Δεν είχε δικαίωμα να πυροβολήσει.
    Who gave you the right to speak?
    Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μιλήσεις;
    I gave him the right to pick apples in my orchard.
    Του 'δωσα το δικαίωμα να κόβει μήλα στον κήπο μου.
    Every human has the right to life.
    Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στη ζωή.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το δίκιο, τι είναι ηθικά καλό ή σωστό
    If you can’t tell the difference between right and wrong…
    Αν δε μπορείς να ξεχωρίσεις το δίκιο από το άδικο…
    I am in the right.
    Έχω το δίκιο με το μέρος μου.
  5. (μόνο στον ενικό) η δεξιά, η συντηρητική πολιτική
    the extreme/far right - η άκρα δεξιά
    He belongs to the right.
    Ανήκει στη δεξιά.
     συνώνυμα: right wing

Παράγωγα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]