right
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
right (en)
[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
right (en)
- σωστά
- δεξιά
- ακριβώς
- παράγωγα: right after, right away, right here, right now και right there
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
right | rights |
right (en)
- το δικαίωμα
- Every human has the right to life. - Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στη ζωή.