Μετάβαση στο περιεχόμενο

left

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός left
συγκριτικός lefter / more left
υπερθετικός leftmost / most left

left (en)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αριστερός
    παράδειγμα  my left arm/eye - το αριστερό μου χέρι/μάτι
    παράδειγμα  the left side - η αριστερή πλευρά
     αντώνυμα: right

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

left (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αριστερά
    παράδειγμα  Turn left.
    Στρίψε αριστερά.
    παράδειγμα  Keep left.
    Προχώρησε αριστερά.
    παράδειγμα  He is looking right and left.
    Κοιτάζει δεξιά κι αριστερά.
     αντώνυμα: right

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

left (en)

  1. (the left, somebody's left, μόνο ενικός) το αριστερό, τα αριστερά, στην αριστερή πλευρά ή στην αριστερή κατεύθυνση
    παράδειγμα  the plate on the left - το αριστερό πιάτο
    παράδειγμα  the man on the left - ο αριστερός άντρας
    παράδειγμα  on our left - στα αριστερά μας
    παράδειγμα  to our left - προς τα αριστερά μας
    παράδειγμα  Turn to the left.
    Στρίψε προς τ' αριστερά.
    παράδειγμα  Keep to the left.
    Προχώρησε αριστερά.
    παράδειγμα  To the left/On the left is the plain and to the right the mountain begins.
    Αριστερά είναι η πεδιάδα και δεξιά αρχίζει το βουνό.
    παράδειγμα  The second from the left.
    Ο δεύτερος από (τα) αριστερά.
    παράδειγμα  On your left is a river.
    Στα αριστερά σου βρίσκεται ένα ποτάμι.
  2. (μόνος ενικός, the first, second, κτλ. left) αριστερά, ο πρώτος, δεύτερος κτλ. δρόμος που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά
    παράδειγμα  First go straight and take the second left at the light.
    Πρώτα πηγαίντε ευθεία και στρίψτε αριστερά στο δεύτερο φανάρι.
  3. (μόνος ενικός, a left) αριστερά, μία μόνο αριστερή στροφή
    παράδειγμα  I took/made a left.
    Έστριψα αριστερά.
  4. (πολιτική, the left, the Left) η αριστερά
    παράδειγμα  the extreme/moderate left - η άκρα/μετριοπαθής αριστερά
    παράδειγμα  parties/organizations/voters on the left - κόμματα/οργανώσεις/ψηφοφόροι της αριστεράς

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

left (en)