leftist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | leftist |
συγκριτικός | more leftist |
υπερθετικός | most leftist |
leftist (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
leftist | leftists |
leftist (en)
- (πολιτική) ο αριστεριστής, ο αριστερός
- ↪ The dictatorship imprisoned and exiled many leftists.
- Η δικτατορία φυλάκισε και εξόρισε πολλούς αριστερούς.
- ↪ The dictatorship imprisoned and exiled many leftists.