left-hand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
left-hand (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- αριστερός, στην αριστερή πλευρά από κάτι
- ↪ the left-hand page - η αριστερή σελίδα
- αριστερός, που σχετίζεται με το αριστερό χέρι ενός ατόμου
- ↪ a left-hand blow - αριστερό χτύπημα
- ↪ a left-hand glove - αριστερό γάντι
Πηγές[επεξεργασία]
- left-hand - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 123. ISBN 9780194325684., λήμμα: αριστερός