ακριβής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακριβής < αρχαία ελληνική ἀκριβής
Επίθετο[επεξεργασία]
ακριβής, -ής, -ές
- που υπολογίζεται με τρόπο απόλυτο και όχι κατά προσέγγιση
- ακριβείς διαστάσεις, ακριβές μέγεθος, ακριβής τιμή
- που προσδιορίζεται με τρόπο απόλυτο, με σαφήνεια και με κάθε λεπτομέρεια και όχι κατά προσέγγιση
- ακριβής ώρα, ακριβής διάγνωση
- που διατυπώνεται ή ορίζεται με τρόπο σαφή και αποδίδει απόλυτα κάθε λεπτομέρεια, ώστε να μην αφήνει περιθώρια λάθους ή παρερμηνείας
- ακριβής μετάφραση, ακριβής διατύπωση, ακριβείς πληροφορίες
- που διακρίνεται από συνέπεια, ο συνεπής, ο τακτικός
- είναι ακριβής στα ραντεβού του
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακριβής
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ακριβής