punctual
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | punctual |
συγκριτικός | more punctual |
υπερθετικός | most punctual |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- punctual < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική punctual (αιχμηρός, μυτερός) < μεσαιωνική λατινική punctualis < λατινική pūnctus.[1] (μαρτυρείται από το 1669)[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpʌŋk.tʃu.əl/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]punctual (en)
- συνεπής, τυπικός, ακριβής
- ⮡ punctual delivery - ακριβής παράδοση
- ⮡ I am always punctual in my work/in my payments.
- Είμαι πάντα ακριβής στη δουλειά μου/στις πληρωμές μου.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- punctual - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 27. ISBN 9780194325684., λήμμα: ακριβής
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)