punctual
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | punctual |
συγκριτικός | more punctual |
υπερθετικός | most punctual |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- punctual < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική punctual (αιχμηρός, μυτερός) < μεσαιωνική λατινική punctualis < λατινική pūnctus.[1] (μαρτυρείται από το 1669)[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpʌŋk.tʃu.əl/
Επίθετο[επεξεργασία]
punctual (en)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)