αιχμηρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιχμηρός < αιχμή
Επίθετο[επεξεργασία]
αιχμηρός
- μυτερός, που καταλήγει σε αιχμή.
- (μτφ.) οδυνηρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιχμηρός