punctually

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός punctually
συγκριτικός more punctually
υπερθετικός most punctually

Ετυμολογία [επεξεργασία]

punctually < punctual + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

punctually (en)

  • ακριβώς, στην ορισμένη ή σωστή ώρα και όχι αργά
    The ten-twenty train arrived punctually.
    Το τρένο των 10.20' ήρθε ακριβώς.

Πηγές[επεξεργασία]