ακρίβεια
Εμφάνιση
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακρίβεια | οι | ακρίβειες |
γενική | της | ακρίβειας | — | |
αιτιατική | την | ακρίβεια | τις | ακρίβειες |
κλητική | ακρίβεια | ακρίβειες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ακρίβεια,σημασία «ακριβός» < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀκρίβεια, ελληνιστική σημασία: αυστηρή οικονομία. Η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική. [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈkɾi.vʝa/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρί‐βεια
- ΔΦΑ : /aˈkɾi.vi.a/ (και χωρίς συνίζηση) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρί‐βει‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακρίβεια θηλυκό
- η ιδιότητα του «ακριβός»: το να πουλιούνται προϊόντα ή να παρέχονται υπηρεσίες πολύ ακριβά, με μεγάλο κόστος
- ⮡ έπεσε μεγάλη ακρίβεια και δε θα τα φέρω βόλα (προφορά με συνίζηση)
- ⮡ υπάρχει μεγάλη ακρίβεια στην αγορά (προφορά με συνίζηση ή χωρίς συνίζηση)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- άλλες γραφές [2]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- ακρίβεια, σημασία «ακριβής» < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκρίβεια < ἀκριβής[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈkɾi.vi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρί‐βει‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακρίβεια θηλυκό
- η ιδιότητα του «ακριβής»
- (για μέτρηση) που είναι ακριβής και δεν αποκλίνει από την πραγματική
- ⮡ το συνηθισμένο, σπαστό, ξύλινο μέτρο του μαραγκού έχει ακρίβεια μισού χιλιοστού αφού οι ενδείξεις του είναι ανά χιλιοστό
- ≠ αντώνυμα: κατά προσέγγιση
- που είναι χωρίς [ατέλεια|ατέλειες]], χωρίς σφάλμα
- ⮡ ο ταχυδακτυλουργός κινεί τα δάχτυλά του με ταχύτητα και ακρίβεια.
- η αξιοπιστία
- ⮡ Ο λόγος του διακρίνεται πάντα για την ακρίβειά του. Ποτέ δεν προτείνει κάτι ατεκμηρίωτο.
- (για μέτρηση) που είναι ακριβής και δεν αποκλίνει από την πραγματική
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- για την ακρίβεια: χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δώσουμε πιο λεπτομερείς πληροφορίες για το αντικείμενο που αναφερόμαστε, ακριβέστερα
- μαθηματική ακρίβεια: σαν να έχουν γίνει μαθηματικοί υπολογισμοί για να επιτευχθεί, πάρα πολύ μεγάλη ακρίβεια και, μάλιστα, αξιόπιστη
- ρολόι ακριβείας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σωστή μέτρηση χωρίς λάθος
χωρίς ατέλειες
Αναφορές
[επεξεργασία]- 1 2 ακρίβεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «ακρίβια» στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
αλλά «ακρίβεια» στο λήμμα «ακριβής» στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' και με λόγια γενική ενικού -ας (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)