ρολόι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρολόι | τα | ρολόια |
γενική | του | ρολοϊού | των | ρολοϊών |
αιτιατική | το | ρολόι | τα | ρολόια |
κλητική | ρολόι | ρολόια | ||
Και σπάνια, παρωχημένη γραφή της κλίσης χωρίς το <γ> | ||||
όπως «ρολόι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρολόι | τα | ρολόγια |
γενική | του | ρολογιού | των | ρολογιών |
αιτιατική | το | ρολόι | τα | ρολόγια |
κλητική | ρολόι | ρολόγια | ||
όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρολόι < ρολόγι < ελληνιστική κοινή ὡρολόγιον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾɔˈlɔ.i/
- συλλαβισμός : ρο‐λό‐ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρολόι ουδέτερο
- κάθε συσκευή μέτρησης των διαστημάτων του χρόνου που είναι μικρότερα της μέρας
- η παλαιά μορφή του: → δείτε τη λέξη αναλογικό ρολόι. νέα μορφή: → δείτε τη λέξη ψηφιακό ρολόι
- (συνεκδοχικά) ψηλό κτήριο στο οποίο είναι τοποθετημένο ένα μηχανικό ρολόι
- κάθε μετρηρής, συσκευή που μετράει τιμές πχ. την πίεση, την ποσότητα καυσίμων, την κατανάλωση νερού, ρεύματος κ.λπ.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ρολόγι (σπάνιο)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- η δουλειά πάει ρολόι / όλα δουλεύουν ρολόι: όλα προχωρούν καλά
- ηλιακό ρολόι
- ρολόι επιτραπέζιο, ρολόι τοίχου, ρολόι τσέπης, ρολόι χειρός, ρολόι κούκος, παροχής, πίεσης
[επεξεργασία]
- βιολογικό ρολόι
- ηλιακό ρολόι
- ρολόι τοίχου, ρολόι τσέπης, ρολόι χειρός, ρολόι εκκρεμές, ρολόι επιτραπέζιο, ρολόι κούκος
- ρολόι βάρδιας, ρολόι παρουσίας
- ρολόι παροχής, ρολόι πίεσης
- ρολόι παλίρροιας, ρολόι πλοίου
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρολόι
|
|