ρολόι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρολόι | τα | ρολόγια |
γενική | του | ρολογιού | των | ρολογιών |
αιτιατική | το | ρολόι | τα | ρολόγια |
κλητική | ρολόι | ρολόγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρολόι | τα | ρολόια |
γενική | του | ρολοϊού | των | ρολοϊών |
αιτιατική | το | ρολόι | τα | ρολόια |
κλητική | ρολόι | ρολόια | ||
Οι καταλήξεις -ϊού, -ια, -ϊών προφέρονται ως δίφθογγοι. Σπάνια, παρωχημένη γραφή της κλίσης χωρίς το <γ> | ||||
Κατηγορία όπως «ρολόι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρολόι < ρολό(γ)ι με αποβολή του μεσοφωνηεντικού -γ- [ʝ] [1] < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική *ὡρολόγιν < ὡρολόγιον με σίγηση του αρχικού άτονου φωνήεντος < ελληνιστική κοινή ὡρολόγιον (ρολόι ηλιακό ή νερού) < → δείτε αρχαία ελληνική ὥρα (ώρα) & λέγω (λέω) [2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾoˈlo.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐λό‐ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρολόι ουδέτερο [3]
- κάθε συσκευή μέτρησης των διαστημάτων του χρόνου που είναι μικρότερα της μέρας
- ↪ η παλαιά μορφή του: → δείτε τη λέξη αναλογικό ρολόι. νέα μορφή: → δείτε τη λέξη ψηφιακό ρολόι
- (συνεκδοχικά) ψηλό κτήριο στο οποίο είναι τοποθετημένο ένα μηχανικό ρολόι
- κάθε μετρητής, συσκευή που μετράει τιμές πχ. την πίεση, την ποσότητα καυσίμων, την κατανάλωση νερού, ρεύματος κ.λπ.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (η δουλειά) πάει ρολόι / όλα δουλεύουν ρολόι (όλα προχωρούν καλά)
Παράγωγα[επεξεργασία]
- βιολογικό ρολόι
- ηλιακό ρολόι
- ρολόι τοίχου, ρολόι τσέπης, ρολόι χειρός, ρολόι εκκρεμές, ρολόι επιτραπέζιο, ρολόι κούκος
- ρολόι βάρδιας, ρολόι παρουσίας
- ρολόι παροχής, ρολόι πίεσης
- ρολόι παλίρροιας, ρολόι πλοίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρολόι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ρολόι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ρολόι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ρολόι' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)