Μετάβαση στο περιεχόμενο

clock

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
clock clocks

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clock (en)

  1. ρολόι (που δεν φοριέται, αλλά είτε βρίσκεται εξωτερικά σε κτίρια, είτε είναι επιτραπέζιο, επιδαπέδιο ή επιτοίχιο)
     δείτε και τη λέξη watch
  2. το κοντέρ που γράφει τα χιλιόμετρα που έχει διανύσει ένα όχημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]