κοντέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντέρ ουδέτερο
- μετρητής (π.χ. ο χιλιομετρικός μετρητής ενός αυτοκινήτου...)