puto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

puto < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική puto putoj
αιτιατική puton putojn

puto (eo)


Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

puto < putus (αγνός) + -o

Ρήμα[επεξεργασία]

puto (la) (putō1, putāvī, putātum, putāre)

Κλίση[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]