πηγάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πηγάδι | τα | πηγάδια |
γενική | του | πηγαδιού | των | πηγαδιών |
αιτιατική | το | πηγάδι | τα | πηγάδια |
κλητική | πηγάδι | πηγάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηγάδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πηγάδι < ελληνιστική κοινή πηγάδιον < υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού πηγή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηγάδι ουδέτερο
- στρογγυλό, συνήθως, τεχνητό άνοιγμα στο έδαφος στο βάθος του οποίου βρίσκεται νερό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κατουράω στο (σε) πηγάδι: συνήθως σε ερωτηματικές εκφράσεις σε παρελθόντα χρόνο (στο πηγάδι κατούρησε;) για να δείξουν παράπονο κάποιου αδικημένου
- εμείς έχουμε κατουρήσει σε πηγάδι και δεν θα έρθουμε μαζί σας;
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
και
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηγάδι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)