πηγάδι
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πηγάδι | πηγάδια |
γενική | πηγαδιού | πηγαδιών |
αιτιατική | πηγάδι | πηγάδια |
κλητική | πηγάδι | πηγάδια |

ένα πηγάδι (1) με μαγκάνι
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηγάδι < μεσαιωνική ελληνική πηγάδι < ελληνιστική κοινή πηγάδιον < υποκοριστικό από το αρχαία ελληνική πηγή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηγάδι ουδέτερο
- στρογγυλό, συνήθως, τεχνητό άνοιγμα στο έδαφος στο βάθος του οποίου βρίσκεται νερό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κατουράω στο (σε) πηγάδι: συνήθως σε ερωτηματικές εκφράσεις σε παρελθόντα χρόνο (στο πηγάδι κατούρησε;) για να δείξουν παράπονο κάποιου αδικημένου
- εμείς έχουμε κατουρήσει σε πηγάδι και δεν θα έρθουμε μαζί σας;
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
και