Uhr
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Uhr (de) θηλυκό
- η ώρα (του ρολογιού)
- es ist zwei Uhr - η ώρα είναι δύο
- wieviel Uhr ist es? - τι ώρα είναι;
- το ρολόι (του χεριού
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Uhr < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Uhr αρσενικό ή θηλυκό