Uhr
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
πληθυντικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Uhr (de) θηλυκό
πληθυντικός
Uhr (de) θηλυκό