Uhr

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /uːɐ̯/
 

πληθυντικός

ΔΦΑ : /ˈuːrən/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Uhr (de) θηλυκό

  1. η ώρα (του ρολογιού)
    es ist zwei Uhr - η ώρα είναι δύο
    wieviel Uhr ist es? - τι ώρα είναι;
  2. το ρολόι (του χεριού