Μετάβαση στο περιεχόμενο

ώρα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ὥρα, ὤρα, Ώρες
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ώρα οι ώρες
      γενική της ώρας των ωρών
    αιτιατική την ώρα τις ώρες
     κλητική ώρα ώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ώρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὥρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ώρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ώρα θηλυκό

  1. το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυκτίου, χρονικό διάστημα ίσο με 60 λεπτά
    παράδειγμα  η επέμβαση διήρκεσε τρεις ώρες
  2. η διδακτική ώρα
    παράδειγμα  την τρίτη ώρα θα κάνουμε μαθηματικά
    παράδειγμα  στα ελληνικά γυμνάσια η διδακτική ώρα διαρκεί συνήθως 45 λεπτά
  3. ο αριθμός που δείχνει σε ποιο χρονικό σημείο του εικοσιτετραώρου βρισκόμαστε
    παράδειγμα  η ώρα' είναι 6.20
    παράδειγμα  τι ώρα είναι;
    παράδειγμα  είναι η ώρα των ειδήσεων
  4. το ρολόι
    παράδειγμα  έχεις ώρα;
  5. ο χρόνος που έχει στη διάθεσή του κάποιος
    παράδειγμα  δεν έχω ώρα για τέτοια
    παράδειγμα  δε μου φτάνουν οι ώρες
  6. αόριστη χρονική διάρκεια
    παράδειγμα  περίμεναν με τις ώρες
  7. εκκλησιαστικός όρος για ακολουθίες
    παράδειγμα  έψαλλαν τις Ώρες του μεσονυκτίου
  8. (συνεκδοχικά) η ώριμη ή κατάλληλη ή συνήθης χρονική στιγμή για μια ενέργεια, όπως και αντίθετα η κακή συγκυρία
    παράδειγμα  ώρα να φάμε, να φεύγουμε, για διάβασμα
    παράδειγμα  ήταν η κακιά η ώρα που λέμε, δεν έφταιγε
  9. η χρονική στιγμή κάποιου γεγονότος
    παράδειγμα  ευτυχώς λείπαμε την ώρα που μπήκε στο σπίτι ο διαρρήκτης, διαφορετικά ποιος ξέρει...

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • για την ώρα: προς το παρόν
    παράδειγμα  Ευχαριστώ, αλλά για την ώρα είμαστε εντάξει, ίσως σε χρειαστώ την άλλη εβδομάδα
  • είναι με τις ώρες του : για απρόβλεπτους χαρακτήρες
    παράδειγμα  Δεν είναι κακός, απλώς τον πέτυχες στις αναποδιές του, είναι κι αυτός με τις ώρες του
  • είναι μια ώρα δύσκολη: συνήθης έκφραση που δηλώνει ότι κάποια συγκεκριμένη στιγμή είναι δύσκολη σωματικά ή ψυχικά
  • η ώρα η καλή (ως ευχή για γάμο κ.λπ.)
  • η ώρα του παιδιού: τότε που κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά τη δουλειά του
    παράδειγμα  κάνε υπομονή, τώρα είναι η ώρα του παιδιού
  • ήρθε (ήταν) η ώρα του: για το αναπόφευκτο του θανάτου
    παράδειγμα  ήταν φαίνεται η ώρα του, συλλυπητήρια
  • καλή ώρα:
    • (σαν και τώρα): όπως γίνεται και τώρα
      παράδειγμα  κοτσαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες / κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα
    • (σαν τον ...) όπως κάνει ή είναι το συγκεκριμένο πρόσωπο
      παράδειγμα  ένας ψηλός σαν εσένα, καλή ώρα
  • καλή του η ώρα: για κάποιον που είναι μακριά, να είναι παρεμπιπτόντως, καλότυχος
    παράδειγμα  Ίδιος ο Κώστας, καλή του η ώρα
  • όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος
  • πάνω στην ώρα: στην κατάλληλη στιγμή
    παράδειγμα  ήρθε πάνω στην ώρα για να φάει
  • πριν (από) την ώρα του : για γεγονότα που συμβαίνουν πρόωρα, πριν από το λογικά αναμενόμενο
    παράδειγμα  Η Μαρία έφυγε πριν από την ώρα της, ήταν άτυχη κοπέλα (πέθανε νέα)
  • της ώρας: για φαγητά που ετοιμάζονται εκείνη τη στιγμή στο εστιατόριο και δεν είναι έτοιμα από νωρίς
    παράδειγμα  Τι έχετε της ώρας;
  • ώρα καλή (οικείος αποχαιρετισμός)
  • ώρα καλή κι αέρα στα πανιά σου (συχνά και ως ειρωνικός αποχαιρετισμός)
  • ώρα με την ώρα: για κάτι που μπορεί να συμβεί σε λίγο
    παράδειγμα  περιμένουν να γεννήσει ώρα με την ώρα
  • ώρα μηδέν: η πιο σημαντική ή κρίσιμη στιγμή
  • ώρες ώρες: κάποιες στιγμές
    ώρες ώρες γίνεται ανυπόφορος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

και

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]