hour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hour hours

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hour (en)

  1. (μετρήσιμο) η ώρα, το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυκτίου, 60 λεπτά
    An hour has sixty minutes.
    Μια ώρα έχει εξήντα λεπτά.
    I am going at 60 miles an hour.
    Πάω με 60 μίλια την ώρα.
    half an hour - μισή ώρα
    a quarter of an hour - ένα τέταρτο της ώρας
    just under an hour - λίγο λιγότερο από μια ώρα
    It’s a two hours’ walk/drive.
    Είναι δυο ώρες με τα πόδια/με τ' αυτοκίνητο.
    an hour by train - μια ώρα με το τρένο
    a 39-hour week - εβδομάδα 39 ωρών
    peak hours of traffic - ώρες κυκλοφοριακής αιχμής
    rush hours - ώρες μεγάλης κυκλοφορίας
    I waited a good hour.
    Περίμενα μια ολόκληρη ώρα.
    I waited a solid/full two hours.
    Περίμενα δυο ώρες γεμάτες.
    I am paid by the hour.
    Πληρώνομαι με την ώρα.
    at the eleventh hour - την ενδέκατη ώρα
  2. (μόνο στον πληθυντικό) οι ώρες, μια καθορισμένη χρονική περίοδος κατά την οποία οι άνθρωποι εργάζονται, ένα γραφείο είναι ανοιχτό κτλ.
    office/working/visiting hours - ώρες γραφείου/εργασίας/επισκέψεων
    I am doing something after hours.
    Κάνω κάτι μετά τις ώρες κανονικής εργασίας.
    I work long/short hours.
    Δουλεύω πολλές/λίγες ώρες (την ημέρα).
    The workers demanded shorter hours.
    Οι εργάτες ζητούσαν λιγότερες ώρες δουλειάς.
    I am doing something outside of regular hours.
    Κάνω κάτι πριν ή μετά τις ώρες κανονικής εργασίας.
  3. (μόνο στον πληθυντικό) οι ώρες, μεγάλο χρονικό διάστημα
    We spent many happy hours together.
    Περάσαμε πολλές ευτυχισμένες ώρες μαζί.
    I have been walking for hours (and hours).
    Περπατώ επί ώρες.
  4. (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) η ώρα, η στιγμή που συμβαίνει κάτι σημαντικό
    in the hour of danger/temptation/crisis - την ώρα του κινδύνου/του πειρασμού/της κρίσης

Παράγωγα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]