hour-long
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]hour-long (en) (χωρίς παραθετικά)
- ωριαίος, που διαρκεί μια ώρα
- ↪ an hour-long show - ωριαία εκπομπή
- ↪ The new TV series will be completed in ten hour-long episodes.
- H νέα τηλεοπτική σειρά θα ολοκληρωθεί σε δέκα ωριαία επεισόδια.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- hour-long - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)