man-hour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
man-hour man-hours

Ετυμολογία [επεξεργασία]

man-hour < man + hour

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

man-hour (en)

  • η ώρα εργασίας
    1 million man-hours were lost due to the strikes in a single month.
    Από τις απεργίες χάθηκαν 1 εκατομμύριο ώρες εργασίας σ' ένα μονάχα μήνα!

Πηγές[επεξεργασία]